- ζυγώνω
- ζυγώνω, ζύγωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ζυγώνω — (Μ ζυγῶ, όω, Μ και ζυγώνω) 1. τοποθετώ κάτω από ζυγό, συνάπτω, συνδέω, ενώνω, συναρμόζω («ζυγώνει τις δύο άκρες και έπειτα τίς ράβει») 2. μτφ. υποτάσσω, υποδουλώνω, δαμάζω κάποιον νεοελλ. 1. (για χρονικές εποχές, εορτές ή γεγονότα) πλησιάζω,… … Dictionary of Greek
ζυγώνω — ζύγωσα 1. πλησιάζω: Δε ζυγώνει σε κανένα. – Ζυγώνει η μέρα του γάμου του. 2. συχνάζω: Δε ζυγώνει στο σπίτι μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
αζύγωτος — η, ο [ζυγώνω] 1. (για ζώα) αυτός που δεν μπήκε ακόμη κάτω από τον ζυγό 2. (για πράγματα ή τοποθεσίες) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν ζυγώσει, απλησίαστος, απροσπέλαστος 3. (για πρόσωπα) ακοινώνητος, δύστροπος, απρόσιτος 4. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
ζυγωτός — ή, ό (Α ζυγωτός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, που ζύγωσε, που έχει πλησιάσει, ο κοντινός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυγωτό βιολ. το γονιμοποιημένο ωάριο που παράγεται από τη σύζευξη δύο ετερόφυλων γαμετών αρχ. (για άρματα, άμαξες… … Dictionary of Greek
ζυγώ — (I) (Α ζυγῶ, έω) [ζυγόν] στέκομαι, τοποθετούμαι μαζί με άλλους παραπλεύρως κατά μέτωπο, στον ίδιο ζυγό, δηλ. στην ίδια ευθεία γραμμή παράταξης νεοελλ. φρ. «ζυγείτε επί δεξιά» παράγγελμα για να ευθυγραμμιστούν όλοι οι γυμναζόμενοι με αυτόν που… … Dictionary of Greek
καλοζυγώνω — (Μ) πλησιάζω προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + ζυγώνω] … Dictionary of Greek
κοντοζυγώνω — 1. προσεγγίζω, πλησιάζω, έρχομαι κοντά 2. (τριτοπρόσ.) κοντοζυνώνει φθάνει η ώρα, πλησιάζει, κοντεύει («κοντοζυγώνει να νυχτώσει») 3. φρ. «τήν κοντοζύγωσε» τήν πλησίασε με ερωτική διάθεση, τή διπλάρωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ζυγώνω] … Dictionary of Greek
παραδώνω — παραδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. παρέδωσα τού παραδίδω κατά το σχήμα: ζύγωσα > ζυγώνω] … Dictionary of Greek
πλησιάζω — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατιάζω [πλησίος] 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, προσεγγίζω («πλησιάζω το χέρι μου στη φωτιά») 2. έρχομαι κοντά, σιμώνω, ζυγώνω 3. είμαι, βρίσκομαι κοντά 4. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι (α. «αυτός δεν πλησιάζει γυναίκα» β. «τῇ … Dictionary of Greek